- κακούργου
- κάκουργοςdoing illmasc/fem/neut gen sgκακοῦργοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακουργότροπος — κακουργότροπος, ον (Μ) αυτός που έχει συμπεριφορά κακούργου, σκαιός, μοχθηρός, βάναυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοῦργος + τροπος (< τρόπος), πρβλ. αρχαιό τροπος, ιδιό τροπος] … Dictionary of Greek
σκότωμα — (I) το, ΝΑ [σκοτῶ (ΙΙΙ)] νεοελλ. 1. ιατρ. έλλειμμα τού οπτικού πεδίου τού οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση τής όρασης 2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα» ιατρ. σκότωμα… … Dictionary of Greek
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek